H ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ & H ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ
Το πιο σημαντικό στοιχείο που έχει να διαχειριστεί κανείς, μετά την κατασκευή ενός έργου και την απόδοσή του στην κοινή χρήση, είναι η συντήρηση και το κόστος λειτουργίας του.
Ποιος δηλαδή αναλαμβάνει κόστος και την ευθύνη συντήρησης και λειτουργίας του έργου. Πρόκειται για ένα πολύ κρίσιμο θέμα αφού η έγκαιρη και συστηματική συντήρηση και η καλή λειτουργία ενός έργου συναρτάται άμεσα με την ασφάλεια των χρηστών, με τη διάρκεια ζωής του έργου και τελικά με το κόστος που θα επιβαρύνει τους πολίτες ως φορολογούμενους.
Όλα αυτά είναι επίσης άμεσα συναρτημένα με την ποιότητα κατασκευής του έργου, γιατί καλή ποιότητα κατασκευής σημαίνει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και μικρότερο κόστος συντήρησης και λειτουργίας.
Βλέπουμε π.χ. τις συζητήσεις που γίνονται αυτές τις ημέρες για τον ταμιευτήρα της Κάρλας, όπου ενώ έχουν τελειώσει εδώ και τέσσερα(4) χρόνια τα έργα της πρώτης φάσης κι έπρεπε ήδη να λειτουργεί η λίμνη και να υποδέχεται τα πλημμυρικά νερά των τελευταίων χρόνων, αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει γιατί δεν λειτουργεί ο φορέας διαχείρισης του έργου.
Επί τάπητος, επίσης, τέθηκε αυτές τις μέρες, για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο, το θέμα της συντήρησης και της βελτίωσης του οδικού κυκλώματος του Πηλίου σε σύσκεψη του Νομάρχη Μαγνησίας και των Δημάρχων του «βουνού των Κενταύρων». Κοινή διαπίστωση Νομάρχη – Δημάρχων, ένα χρόνο μετά την πρώτη συνάντηση τους για το ίδιο θέμα, είναι ότι η κατάσταση όχι μόνο παραμένει η ίδια αντίθετα έχει χειροτερέψει αφού μεταβιβάσθηκαν νέες ευθύνες στην Αυτοδιοίκηση χωρίς καμιά προετοιμασία.
Η συντήρηση και η λειτουργία του οδικού δικτύου είναι μια εξειδικευμένη εργασία και απαιτεί οργάνωση, ειδικευμένο προσωπικό και εξοπλισμό.
Η επισκευή των οδοστρωμάτων, ο καθαρισμός των τεχνικών και των τάφρων απορροής των νερών, ο φωτισμός, οι φωτεινοί σηματοδότες, το κλάδεμα των δέντρων και ο καθαρισμός των πρανών κι ο αποχιονισμός το χειμώνα απαιτούν ένα σημαντικό κόστος που πολλαπλασιάζεται αν οι παρεμβάσεις δεν γίνουν έγκαιρα. Πρόκειται για μια σειρά εργασιών και μια σειρά παραμέτρων που συνδέονται άμεσα με το επίπεδο οδικής ασφάλειας.
Μέχρι το 2007 στο καθεστώς συντήρησης και λειτουργίας των οδικών δικτύων υπήρχε μια διαβάθμιση. Το ΥΠΕΧΩΔΕ είχε την ευθύνη για το εθνικό δίκτυο, οι Νομαρχίες την ευθύνη για το επαρχιακό και οι Δήμοι την ευθύνη για το δημοτικό δίκτυο.
Αυτή η ξαφνική «αποκέντρωση» της ευθύνης του εθνικού δικτύου προς τις Νομαρχίες και τους Δήμους, που έγινε το 2007, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και πρέπει να θεωρηθεί ως μία ενέργεια κατά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η οποία χωρίς καμιά προετοιμασία οργάνωσης, χωρίς εξοπλισμό και νέους πόρους δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και συνεπώς θα εκτεθεί στα μάτια των πολιτών οι οποίοι απαιτούν καλό και ασφαλές δίκτυο με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Το θέμα είναι πολύ σημαντικό και δεν λύνεται με τη μετάθεση της ευθύνης στην Αυτοδιοίκηση. Οι Νομαρχίες διαθέτουν έναν ελάχιστο αριθμό προσωπικού και μηχανημάτων και ελάχιστους πόρους κι ήταν γνωστό ότι αδυνατούσαν ήδη να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παλαιού επαρχιακού δικτύου, καταφεύγοντας πολύ συχνά στη λύση ενοικίασης ιδιωτικών μηχανημάτων, στις περιπτώσεις των εκτάκτων αναγκών. Ίδια κατάσταση επικρατεί και στους καποδιστριακούς Δήμους. Μικρές μονάδες, ελάχιστο προσωπικό, εξοπλισμός και πόροι και αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Είναι φανερό όμως ότι αυτός ο κατακερματισμός των πόρων, του προσωπικού και του εξοπλισμού ανά την Ελλάδα δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή διαχείριση των δημοσίων πόρων για τη συντήρηση και λειτουργία του οδικού δικτύου της χώρας. Αν θέλουμε να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί και να έχουμε την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων που επενδύουμε στο σημαντικό αυτό τομέα είναι φανερό ότι απαιτείται εκσυγχρονισμός του συνολικού συστήματος σε μια σχέση συνεργασίας ανάμεσα στην αυτοδιοίκηση και το κράτος.
Απαιτείται ένας γενναίος και πλήρης ανασχεδιασμός του τρόπου συντήρησης και λειτουργίας του οδικού δικτύου με στόχο την βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Ποιος δηλαδή αναλαμβάνει κόστος και την ευθύνη συντήρησης και λειτουργίας του έργου. Πρόκειται για ένα πολύ κρίσιμο θέμα αφού η έγκαιρη και συστηματική συντήρηση και η καλή λειτουργία ενός έργου συναρτάται άμεσα με την ασφάλεια των χρηστών, με τη διάρκεια ζωής του έργου και τελικά με το κόστος που θα επιβαρύνει τους πολίτες ως φορολογούμενους.
Όλα αυτά είναι επίσης άμεσα συναρτημένα με την ποιότητα κατασκευής του έργου, γιατί καλή ποιότητα κατασκευής σημαίνει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και μικρότερο κόστος συντήρησης και λειτουργίας.
Βλέπουμε π.χ. τις συζητήσεις που γίνονται αυτές τις ημέρες για τον ταμιευτήρα της Κάρλας, όπου ενώ έχουν τελειώσει εδώ και τέσσερα(4) χρόνια τα έργα της πρώτης φάσης κι έπρεπε ήδη να λειτουργεί η λίμνη και να υποδέχεται τα πλημμυρικά νερά των τελευταίων χρόνων, αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει γιατί δεν λειτουργεί ο φορέας διαχείρισης του έργου.
Επί τάπητος, επίσης, τέθηκε αυτές τις μέρες, για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο, το θέμα της συντήρησης και της βελτίωσης του οδικού κυκλώματος του Πηλίου σε σύσκεψη του Νομάρχη Μαγνησίας και των Δημάρχων του «βουνού των Κενταύρων». Κοινή διαπίστωση Νομάρχη – Δημάρχων, ένα χρόνο μετά την πρώτη συνάντηση τους για το ίδιο θέμα, είναι ότι η κατάσταση όχι μόνο παραμένει η ίδια αντίθετα έχει χειροτερέψει αφού μεταβιβάσθηκαν νέες ευθύνες στην Αυτοδιοίκηση χωρίς καμιά προετοιμασία.
Η συντήρηση και η λειτουργία του οδικού δικτύου είναι μια εξειδικευμένη εργασία και απαιτεί οργάνωση, ειδικευμένο προσωπικό και εξοπλισμό.
Η επισκευή των οδοστρωμάτων, ο καθαρισμός των τεχνικών και των τάφρων απορροής των νερών, ο φωτισμός, οι φωτεινοί σηματοδότες, το κλάδεμα των δέντρων και ο καθαρισμός των πρανών κι ο αποχιονισμός το χειμώνα απαιτούν ένα σημαντικό κόστος που πολλαπλασιάζεται αν οι παρεμβάσεις δεν γίνουν έγκαιρα. Πρόκειται για μια σειρά εργασιών και μια σειρά παραμέτρων που συνδέονται άμεσα με το επίπεδο οδικής ασφάλειας.
Μέχρι το 2007 στο καθεστώς συντήρησης και λειτουργίας των οδικών δικτύων υπήρχε μια διαβάθμιση. Το ΥΠΕΧΩΔΕ είχε την ευθύνη για το εθνικό δίκτυο, οι Νομαρχίες την ευθύνη για το επαρχιακό και οι Δήμοι την ευθύνη για το δημοτικό δίκτυο.
Αυτή η ξαφνική «αποκέντρωση» της ευθύνης του εθνικού δικτύου προς τις Νομαρχίες και τους Δήμους, που έγινε το 2007, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και πρέπει να θεωρηθεί ως μία ενέργεια κατά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η οποία χωρίς καμιά προετοιμασία οργάνωσης, χωρίς εξοπλισμό και νέους πόρους δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και συνεπώς θα εκτεθεί στα μάτια των πολιτών οι οποίοι απαιτούν καλό και ασφαλές δίκτυο με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Το θέμα είναι πολύ σημαντικό και δεν λύνεται με τη μετάθεση της ευθύνης στην Αυτοδιοίκηση. Οι Νομαρχίες διαθέτουν έναν ελάχιστο αριθμό προσωπικού και μηχανημάτων και ελάχιστους πόρους κι ήταν γνωστό ότι αδυνατούσαν ήδη να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παλαιού επαρχιακού δικτύου, καταφεύγοντας πολύ συχνά στη λύση ενοικίασης ιδιωτικών μηχανημάτων, στις περιπτώσεις των εκτάκτων αναγκών. Ίδια κατάσταση επικρατεί και στους καποδιστριακούς Δήμους. Μικρές μονάδες, ελάχιστο προσωπικό, εξοπλισμός και πόροι και αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Είναι φανερό όμως ότι αυτός ο κατακερματισμός των πόρων, του προσωπικού και του εξοπλισμού ανά την Ελλάδα δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή διαχείριση των δημοσίων πόρων για τη συντήρηση και λειτουργία του οδικού δικτύου της χώρας. Αν θέλουμε να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί και να έχουμε την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων που επενδύουμε στο σημαντικό αυτό τομέα είναι φανερό ότι απαιτείται εκσυγχρονισμός του συνολικού συστήματος σε μια σχέση συνεργασίας ανάμεσα στην αυτοδιοίκηση και το κράτος.
Απαιτείται ένας γενναίος και πλήρης ανασχεδιασμός του τρόπου συντήρησης και λειτουργίας του οδικού δικτύου με στόχο την βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Σχόλια